ηβομηρικός

ηβομηρικός
-ή, -ό
ανατ. φρ. «ηβομηρικός σύνδεσμος» — ένας από τους συνδέσμους που ενισχύουν τον αρθρικό θύλακο τής κατ' ισχίον διαρθρώσεως, ο οποίος καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια τού θυλάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + μηρικός (< μηρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ από τον Α. Δ. Καλλιβωκά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”